του Νίκου Σκοπλάκη
Λοιπόν, το παν η ισορροπία, που ακριβώς γι’ αυτό γίνεται η χειρότερη ανισορροπία προς όφελος των αντιδημοκρατικών δυνατοτήτων του βαθέος κράτους και των διαπλεκόμενων ΜΜΕ. «Ψύχραιμη αντιμετώπιση» κατάληψης δεν γίνεται με δεξιά τεχνογνωσία και ΜΑΤ. Και αριστερή αντιμετώπιση δεν γίνεται με πρώτο και έσχατο μέσο την κάλυψη του Πανούση, που είναι ο φοβικός μικροαστισμός ντυμένος στα ακαδημαϊκά του, η πολιτική ένδεια και το καπέλωμα από τον Ψυχάρη. Διότι όσο η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός αφήνουν άλλες πλευρές ακάλυπτες για να καλύπτουν τον Πανούση, καλύπτουν μαζί και τα προαναφερθέντα-άρα τα συγκαλύπτουν, για να μην κοροϊδευόμαστε.
Αν η υποπολιτική στενομυαλιά και η χονδροειδής ακρισία των καταληψιών βοήθησαν αρκούντως να σαπίσει το πράγμα έξω από κάθε κοινωνική και κινηματική απεύθυνση, τα βοθροκάναλα ψάρεψαν σε όλα τα βρώμικα νερά του ψεύδους, του ηθικού πανικού και της τερατολογίας, για να πιέσουν την κυβέρνηση να δώσει εξετάσεις στην κατεύθυνση που επεδίωκαν, ανοίγοντας υποθήκες πιέσεων για το μέλλον. Διότι τα ΜΜΕ γνωρίζουν καλά πως ανάμεσα στην κυβέρνηση και την κοινωνία υπάρχει ένα έλλειμμα δημόσιου χώρου της Αριστεράς...ΝΑ! (με το συμπάθειο).
Αφού, επομένως, δεν διαμεσολαβεί ο δημόσιος χώρος της Αριστεράς, αφήνονται να διαμεσολαβούν τα ΜΜΕ, οξύνοντας τα αντανακλαστικά των «νοικοκυραίων» και παρεμβαίνοντας άτυπα σαν «κόμμα του βαθέος κράτους». Αν η κυβέρνηση θέλει να δίνει εξετάσεις στους νοικοκυραίους η στήριξή της θα είναι πρόσκαιρη και με καταστροφικά αποτελέσματα, καθώς οι νοικοκυραίοι θα επιστρέψουν στις εγγυημένες συντηρητικές κοίτες, που θα υποδείξουν εν ευθέτω χρόνω οι διαμεσολαβητές των ΜΜΕ. Τις νέες εκτροπές, άλλωστε, προετοιμάζουν πάντα μηχανισμοί, οι οποίοι διατηρούν δικαίωμα διαιτησίας και «τεχνογνωσίας» εν κενώ ισχυρού δημόσιου χώρου της Αριστεράς.
Αν, όμως, η κυβέρνηση δεν θέλει να δίνει εξετάσεις στους νοικοκυραίους (κι αυτό, μάλλον, δεν θα το θελήσει από μόνη της), πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην ασυνάρτητη (και τελικά αντιδραστική) ισορροπία της «τεχνογνωσίας» και τις αρχές της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς. Αν διαλέξει το πρώτο, είναι άξια της μοίρας της: επειδή, όμως, ιστορικά η Αριστερά κερδίζει με πολλούς «συνεργαζόμενους», αλλά χάνει σε άγρια μοναξιά, δεν αξίζει τέτοια μοίρα στον αριστερό κόσμο.
Αν διαλέξει το δεύτερο, πρέπει να κάνει κάτι το συντομότερο ενάντια στις «ευαισθησίες» που αναχωνεύονται στις προκρούστειες οθόνες των ΜΜΕ. Τον πρώτο λόγο στις «ρήξεις» και στις «ανατροπές» τον έχουν οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, οι εσωτερικές αντιθέσεις και οι συσχετισμοί τους, οι κινητήριες δυνάμεις της αριστερής πολιτικής και η σύγκρουση με οργανικά σημαδεμένους παλαιοκαθεστωτικούς μηχανισμούς. Όλα τα υπόλοιπα είναι της Ένωσης Κέντρου το κάγκελο, ημιθανείς πολικάντικοι χειρισμοί με ολίγη από «μερκελισμό» και συνομολόγηση ιδεολογικής υποταγής στα υλικά μικροδίκτυα του συντηρητισμού.
Ο αθλιομεσαίος συμφυρμός με κάθε δεξιούρα υπέρ εσωτερίκευσης της καταστολής ως «ψύχραιμη αντιμετώπιση», τα ώτα μη ακουόντων προς μια συλλογική, αξιακή και αριστερή παρέμβαση στις αντιθέσεις, το μάνατζμεντ που δουλεύει για την ευτυχία μας μπαζώνουν επικίνδυνα τον δημοκρατικό δρόμο της δικής μας αριστεράς. Είναι εξοργιστικό να καλούνται για «ψύχραιμα θαύματα» οι αρχάγγελοι του βαθέος κράτους, οι χτισμένοι με ρόπαλα και μίσος. Είναι ακόμα εξοργιστικότερο να νομίζουν κάποιοι ότι μπορούν δήθεν να εξημερώσουν τους εφιάλτες για να γονιμοποιήσουν τάχα τα όνειρα! Μη προς κακοφανισμό των επαϊόντων, ενίοτε η καλύτερη δεοντολογία είναι η ντροπή.